- θάλπος
- το1. ζέστη, ζεστασιά ευχάριστη, θαλπωρή.2. μτφ., περίθαλψη, κοινωνική προστασία, εγκαρδίωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θάλπος — warmth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek
θάλπει — θάλπος warmth neut nom/voc/acc dual (attic epic) θάλπεϊ , θάλπος warmth neut dat sg (epic ionic) θάλπος warmth neut dat sg θάλπω heat pres ind mp 2nd sg θάλπω heat pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπη — θάλπος warmth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θάλπος warmth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Талпиос — (θάλπος) сын Еврита; участвовал в походе против Трои с десятью кораблями, как один из предводителей элейцев … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
θαλπέων — θάλπος warmth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπεα — θάλπος warmth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπεος — θάλπος warmth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπεσι — θάλπος warmth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπεσιν — θάλπος warmth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)